μνῆμα

μνῆμα
μνῆμα, ατος, τό (μνάομαι [in sense of ‘be mindful of, remember’], μιμνῄσκω) lit. a ‘sign of remembrance’, esp. for the dead (Hom. et al.), then gener. grave, tomb (Hdt., Pla. et al.; SIG 1221; 1237, 3; BGU 1024 IV, 23; LXX; TestSim 8:3; ParJer 9:32; Philo; Jos., Ant. 7, 19; 8, 240; Just., D. 10, 82 [Mt 28:13]) Mk 16:2 v.l.; Lk 24:1 (μνημεῖον v.l.); Ac 2:29 (David’s μ. Jos., Ant. 7, 393); GPt 8:30–32; 11:44; 12:50, 52. κατατιθέναι ἐν μ. lay in a tomb Mk 15:46a v.l.; cp. Ac 7:16. τιθέναι ἐν μ. λαξευτῷ lay in a rock-hewn tomb Lk 23:53. τιθέναι εἰς μνῆμα Rv 11:9 (for the idea s. Jos., Bell. 4, 317). Dwelling-place of possessed pers. Mk 5:3, 5; Lk 8:27.—On function of the μ. s. SEG XL, no. 1650 w. reff.—M-M. TW.—S. the foll. entry.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • μνῆμα — memorial neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μνήμα — το (ΑΜ μνῆμα, Μ και μνῆμαν, Α δωρ. και αιολ. μνᾱμα) οικοδόμημα ή ύψωμα προς τιμή νεκρού, τάφος, τύμβος (α. «το μονοπάτι μ έβγαλε σ ένα ρημοκλησσάκι, που ταν τα μνήματα πολλά, πολλά κι αντρειωμένα», δημ. τραγούδι β. «μνήματα ἐποίησαν ἐν πάσῃσι… …   Dictionary of Greek

  • μνήμα — το, ατος 1. το μέρος όπου θάβεται ο νεκρός, τάφος, τύμβος, κτίσμα προς τιμή του νεκρού. 2. στον πληθ., τα μνήματα το νεκροταφείο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Μνήμας — Μνήμᾱς , Μνήμη remembrance fem acc pl Μνήμᾱς , Μνήμη remembrance fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μνήμας — μνήμᾱς , μνήμη remembrance fem acc pl μνήμᾱς , μνήμη remembrance fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μνᾶμα — μνῆμα memorial neut nom/voc/acc sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μνήμαι — Μνήμᾱͅ , Μνήμη remembrance fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μνήμαι — μνήμᾱͅ , μνήμη remembrance fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μνήμαν — Μνήμᾱν , Μνήμη remembrance fem acc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μνήμαν — μνήμᾱν , μνήμη remembrance fem acc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μέγαρα — Πόλη (23.032 κάτ.) του νομού Αττικής. Αποτελεί έδρα του ομώνυμου δήμου της νομαρχίας Δυτικής Αττικής. Ο δήμος αποτελεί το δεύτερο μεγάλο πτηνοτροφικό κέντρο της Ελλάδας, μετά την Εύβοια. Το αρχαίο κράτος των Μεγάρων. Η αρχαία πόλη των Μ. όπως… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”